Έχοντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη μιας συνολικής περιβαλλοντικής πολιτικής, η Αυτόνομη Συσπείρωση Πολιτών Ικαρίας ξεκινάει μια σειρά δράσεων, εκδηλώσεων και πολιτικών τοποθετήσεων για τα βασικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το νησί με βασικό στόχο την ενημέρωση, την αλλαγή νοοτροπίας σχετικά με το περιβάλλον και την εφαρμογή συγκεκριμένων λύσεων.
Η κτηνοτροφία στην Ικαρία αποτελεί μία από τις βασικές παραγωγικές-οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 βρισκόταν σε σχετική αρμονία με το περιβάλλον και τις υπόλοιπες δραστηριότητες (γεωργία, μελισσοκομία), διότι ήταν ελεγχόμενη και ημι-ποιμενόμενη, και η διαχείρισή της ακολουθούσε άγραφους κανόνες και μεθόδους ορθής αειφορικής πρακτικής (έλεγχος των ζώων που εισέρχονταν στους βοσκότοπους, αγρανάπαυση, εκ περιτροπής βόσκηση) και στόχευε στην παραγωγή κρέατος και γάλακτος για τυροκόμηση. Σταδιακά, λόγω της μετανάστευσης αλλά και άλλων κοινωνικών αιτιών οι κτηνοτρόφοι παραμέλησαν την τυροκομία και υιοθέτησαν την ελεύθερη αιγοτροφία εκτατικού τύπου με σκοπό την παραγωγή αποκλειστικά κρέατος, αλλάζοντας τη μορφή της δραστηριότητας σε αποίμενη και πολλές φορές μάλιστα και ανεπιτήρητη. Δηλαδή τα ζώα περιφέρονται όλο το χρόνο, βόσκοντας σε ιδιωτικές και δημοτικές εκτάσεις δεχόμενα ενίοτε συμπληρωματική τροφή, ενώ στη δεύτερη κατηγορία δε δέχονται ούτε αυτή τη φροντίδα. Με την ένταξη της χώρας το 1981, στην τότε ΕΟΚ και την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η εισροή χρημάτων από τις επιδοτήσεις είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των ζώων που βόσκουν ελεύθερα και ανεξέλεγκτα στα βουνά του νησιού. Έτσι από τη στιγμή αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται τα προβλήματα που οφείλονται στην υπερβόσκηση και κατά συνέπεια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα οποία εντείνονται με την πάροδο του χρόνου.
Οι παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτή την κατάσταση είναι: Το ασαφές καθεστώς διαχείρισης των διακατεχόμενων βοσκότοπων, η έλλειψη ελέγχου από την αγροφυλακή και το δασονομείο, η ανοχή της τοπικής κοινωνίας, λόγω διασύνδεσης των μελών της, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, λόγω της εξάρτησής της από τους ψηφοφόρους της, οι υπηρεσίες οι οποίες συντηρούν την υπάρχουσα κατάσταση βοηθούμενες από το ασαφές καθεστώς των προβλεπόμενων ελέγχων συνεχίζοντας την καταβολή των οικονομικών ενισχύσεων στους «κτηνοτρόφους» χωρίς να τηρούνται οι κανόνες. ( Κανόνες Ορθής Γεωργικής Πρακτικής-ΚΥΑ 12534/568/2004, Κανόνες Πολλαπλής Συμμόρφωσης-ΚΥΑ 262385/2010, Νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου της κτηνοτροφίας από την Τοπική Αυτοδιοίκηση-Ν.3852/2010 & Ν.4056/2012).
Η σημερινή κατάσταση είναι τραγική. Το έδαφος στους βοσκότοπους είναι υποβαθμισμένο και σε πολλές περιπτώσεις εντελώς αποψιλωμένο στα όρια της ερημοποίησης με τμήματά του να έχουν πλέον υποστεί μη αναστρέψιμη απερήμωση, με ορατή επίπτωση στη συγκράτηση των νερών της βροχής που οδηγεί στη λειψυδρία και την κακή ποιότητα των υδάτινων πόρων. Η διάβρωση του γόνιμου παραγωγικού εδάφους είναι τέτοια που η αναγέννηση της χλωρίδας είναι αδύνατη. Ο κίνδυνος να σημειωθούν κατολισθήσεις στα γυμνά από οποιαδήποτε βλάστηση βουνά μετά από έντονες βροχοπτώσεις, θέτοντας σε κίνδυνο οικισμούς και ανθρώπους είναι ορατός.
Η κοινωνική διάσταση της υπερβόσκησης και ερημοποίησης του τόπου μας είναι εξίσου πολύ σημαντική, γιατί η χρησιμοποίηση – διαχείριση της γης, που είναι ένα κοινό αγαθό, και η οικειοποίησή της τελικά από μία μόνο κοινωνική-επαγγελματική ομάδα, διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή, αφού στερώντας τη συνδιαχείρισή της από τις υπόλοιπες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, έρχεται σε αντίθεση με αυτές. Για παράδειγμα οι μελισσοκόμοι και οι καλλιεργητές θίγονται από τη δραστηριότητα των κτηνοτρόφων, λόγω της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και των αγροζημιών και έχουν καταντήσει παρίες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Εκτός από την οικονομική διάσταση έχουμε στέρηση του δικαιώματος όλων των κατοίκων και επισκεπτών να απολαμβάνουν το φυσικό περιβάλλον του τόπου. Τελικά έχουμε υφαρπαγή της κοινοτικής γης από μια συντεχνία που την καρπώνεται αποκλειστικά για το δικό της συμφέρον.
Η ΑΣΠΙ όσα χρόνια υπάρχει και δραστηριοποιείται κρατάει το θέμα ψηλά στην ατζέντα των σοβαρών προβλημάτων που απασχολούν το νησί και παρεμβαίνει με προτάσεις στα ΔΣ του Δήμου, υπομνήματα σε υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, καταγγελίες σε ελεγκτικούς μηχανισμούς και δικαστήρια, και δράσεις κινηματικές όπως δενδροφυτεύσεις. Μέλη της ΑΣΠΙ πρωτοστάτησαν στο κίνημα κατά της υπερβόσκησης και της ερημοποίησης και μέσα από μια ανοικτή διαδικασία συνελεύσεων που έγιναν το 2008 και 2009 σε πολλά χωριά του νησιού συγκροτήθηκε επιτροπή που σύνταξε καταγγελία και κατάφερε να συγκεντρώσει κοντά στις δύο χιλιάδες υπογραφές κατοίκων του νησιού. Επίσης με ενέργειές μας εκπονήθηκε η μελέτη «Η Ερημοποίηση και η αντιμετώπιση της στην Ικαρία» από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοφανούς κινηματικής διαδικασίας που διεκδίκησε με κάθε μέσο την αλλαγή της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, την εξεύρεση κοινού τόπου μεταξύ των παραγωγικών δραστηριοτήτων για την ισόρροπη ανάπτυξή τους, ώστε να πετύχει τελικά την αναχαίτιση των επιπτώσεων της υπερβόσκησης στο φυσικό αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον, σκόνταψε στα πανταχού παγιωμένα συμφέροντα. Εμείς σαν συλλογικότητα επιμένοντας ξανασηκώνουμε δυναμικά το θέμα και προετοιμάζουμε σειρά παρεμβάσεων και δράσεων βάζοντας πιο έντονα στη συζήτηση και την παράμετρο της αυτοδιαχείρισης των «κοινών», δηλαδή της κοινοτικής γης της Ικαρίας, μιας και στην περίπτωσή της, δεν υπάρχει σπιθαμή δημόσιας-κρατικής γης, παρά μόνο ιδιωτική και κοινοτική.
Οι προτάσεις μας εκπορεύονται από το βασικό αξίωμα ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός ζωντανού αειφορικού περιβάλλοντος και γι’ αυτό πρέπει να εργαστούμε για την αλλαγή του τρόπου που ασκείται η κτηνοτροφική δραστηριότητα στο νησί (από αποίμενη σε ποιμενόμενη-ελεγχόμενη) και την εξεύρεση του κοινού τόπου μεταξύ των παραγωγικών δραστηριοτήτων και την ισόρροπη ανάπτυξή τους, ώστε να πετύχουμε τελικά την αναχαίτιση της καταστροφικής πορείας.
Αυτές εξειδικεύονται σε μέτρα όπως α) την απομάκρυνση όλων των ζώων από τις υπερβοσκημένες εκτάσεις, για τις οποίες ισχύουν απαγορευτικές διατάξεις βοσκής, β) τη μείωση του πληθυσμού τους με γνώμονα τη φέρουσα ικανότητα του φυσικού περιβάλλοντος, και την ορθολογική διαχείριση των βοσκοτόπων σύμφωνα με τη μελέτη βοσκοϊκανότητας του Γεωπονικού πανεπιστημίου, γ) την εφαρμογή προγραμμάτων φυσικής και τεχνητής αναδάσωσης.
Y.Γ. το κείμενο αποτελεί επιμέρους εισήγηση στη γενική θεματική «γη και ελευθερία». Επιμέλεια: Ηλίας Γαγλίας
Ικαρία, 22/5/2021